- συνεξαιθριάζω
- συνεξ-αιθριάζω,A put into the open air together, Dsc.3.146 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξαιθριάζω — Α εκθέτω σε ανοιχτό μέρος ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιθριάζω «εκθέτω στον δροσερό νυχτερινό αέρα, στο ύπαιθρο»] … Dictionary of Greek
συνεξαιθριασθεῖσα — συνεξαιθριάζω put into the open air together aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)